- βλάστης
- βλάστηgrowthfem gen sg (attic epic ionic)βλαστάωbring forthpres ind act 2nd sgβλαστάωbring forthimperf ind act 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Βλάστης, κοινότητα — Κοινότητα (645 κάτ.) του νομού Κοζάνης που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τον ομώνυμο οικισμό … Dictionary of Greek
ευβλαστής — εὐβλαστής, ές (Α) 1. (για φυτά) αυτός που βλαστάνει γρήγορα («εὐβλαστῆ σπέρματα», Θεόφρ.) 2. αυτός που συντελεί στην καλή βλάστηση («ὁ εὐκρατὴς ἀήρ... εὐβλαστὴς ὢν καὶ εὔκαρπος», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + βλαστής (< θ. βλαστέ , βλαστ ον,… … Dictionary of Greek
κακοβλαστής — κακοβλαστής, ές (Α) αυτός που βλαστάνει με δυσκολία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * (< επίρρ. κακῶς) + βλαστής (< βλαστάνω), πρβλ. νεο βλαστής, πολυ βλαστής] … Dictionary of Greek
πρωϊβλαστής — ές, Α (για φυτά) αυτός που βλαστάνει νωρίς, πρώιμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωΐ + βλάστης (< βλαστάνω), πρβλ. οψι βλαστής, παλιμ βλαστής] … Dictionary of Greek
νεοβλαστής — νεοβλαστής, ές (ΑΜ) (για φυτά) αυτός που έχει βλαστήσει πρόσφατα αρχ. μτφ. (για πρόσωπα) ο νεογέννητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + βλαστής (< βλαστάνω), πρβλ. πολυ βλαστής] … Dictionary of Greek
ομοβλαστής — ὁμοβλαστής, ές (Α) αυτός που βλαστάνει συγχρόνως με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + βλαστής (< βλαστάνω), πρβλ. κακο βλαστής] … Dictionary of Greek
παλιμβλαστής — παλιμβλαστής, ές (Α) αυτός που βλαστάνει ή φύεται εκ νέου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + βλάστης (< βλαστάνω), πρβλ. οψι βλαστής] … Dictionary of Greek
πολυβλαστής — ές, Α (για φυτά) αυτός που έχει πλούσια, ζωηρή βλάστηση, πολλούς βλαστούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βλάστης (< βλαστάνω), πρβλ. νεο βλαστής] … Dictionary of Greek
υπερβλαστής — ές, Α αυτός που παρουσιάζει έντονη, ζωηρή βλάστηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + βλαστής (< βλαστάνω), πρβλ. παλιμ βλαστής] … Dictionary of Greek
χάλαζα — η, ΝΜΑ το χαλάζι νεοελλ. 1. βοτ. η περιοχή τής βάσης τής σπερματικής βλάστης, όπου ο ιμάντας συνδέεται με τους χιτώνες, και η οποία ταυτίζεται, κατά κανόνα, με την επιφάνεια σύμφυσης τού σπερματικού πυρήνα με τους χιτώνες τής σπερματικής βλάστης… … Dictionary of Greek